Πέμπτη 6 Οκτωβρίου 2011

Πολιτική ανάλυση του νέου Νόμου Πλαίσιο για τα ΑΕΙ


Πολιτική ανάλυση του νέου Νόμου Πλαίσιο για τα ΑΕΙ

Των Αντώνη Παπαγόρα και Γιώργου Χάρτιου
Μέλη της ΠΑΣΠ Φυσικού Αθήνας
Εισαγωγή

Εδώ και καιρό επιθυμούσαμε να γράψουμε για τις αλλαγές που ψηφίστηκαν από την βουλή και αφορούν τον νέο νόμο πλαίσιο που θα καθορίζει την λειτουργία των Πανεπιστημιακών και Τεχνολογικών Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων. Άποψή μας είναι ότι σε γενικές γραμμές είναι ένας κακός Νόμος κάτι που θα προσπαθήσουμε να το τεκμηριώσουμε όσο το δυνατόν καλύτερα παρακάτω, δοκιμάζοντας ίσως και την υπομονή σας, θέλουμε όμως να είναι όσο το δυνατόν πιο αξιόπιστα τεκμηριωμένη αυτή μας η θέση.




Ι. Ο «Διάλογος»

Εδώ και ένα χρόνο τώρα το ζήτημα αυτό συζητείται και οφείλουμε να ομολογήσουμε ότι από πλευράς του Υπουργείου Παιδείας δόθηκε ιδιαίτερη έμφαση στο να ακουστούν οι απόψεις όλων των άμεσα και έμμεσα ενδιαφερόμενων. Τι είναι όμως αυτό που χαρακτηρίζει μια διαδικασία επικοινωνίας ως διάλογο; μα φυσικά η αμφίδρομη τοποθέτηση και η δεκτικότητα. Δεκτικότητα από πλευράς του Υπουργείου υπήρξε και μάλιστα αρκετή. Αμφίδρομη τοποθέτηση δεν υπήρχε και εξηγούμε.

Σε όλες τις διαδικασίες «διαλόγου» το Υπουργείο έθετε γενικότητες, λάμβανε ανάλογες τοποθετήσεις και εκφράσεις ανησυχιών, όλα καταγράφονταν αλλά για τίποτα δεν δεσμευόταν. Αυτό θυμίζει έντονα την πρώτη εξιστόρηση από το βιβλίο του Αζις Νεσίν - ο καφές και η Δημοκρατία - κατά την οποία κάθε φορά οι Κεμαλικοί κρατικιστές πήγαιναν στα χωριά τις επαρχίας πριν από τις εκλογές και έγραφαν αδιάκοπα τα «βάσανα» των κατοίκων πάνω στα πακέτα από τα τσιγάρα τα οποία κάπνιζαν. Λίγα μέτρα παραπέρα μετά από κάθε επίσκεψή τους, οι κάτοικοι μάζευαν τα άδεια πακέτα με τα «βάσανά» τους γραμμένα, μετά από την αποχώρηση των κρατικιστών.

Η διαδικασία του «διαλόγου» λοιπόν δεν ήταν ποτέ επί της ουσίας διάλογος αλλά περισσότερο μία διαδικασία για ψυχική εκτόνωση των συμμετεχόντων και αυτών που επρόκειτο να δεχτούν τις αλλαγές..


II. Η χρονική επιλογή

Η ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας επέλεξε να φέρει το Νομοσχέδιο προς ψήφιση στην Βουλή το καλοκαίρι, σε μία περίοδο που ως γνωστόν τα Ιδρύματα στερούνται την παρουσία των φοιτητών οι οποίοι αποτελούν το πλέον δυναμικό τους κομμάτι. Κάποιοι φυσικά θα ισχυριστούν ότι η στείρα αντίδραση και οι άμεσες κινητοποιήσεις από πλευράς των φοιτητών θα έκανε δύσκολη την επιβολή ακόμα και του πλέον ορθολογικού και προοδευτικού μέτρου, κάτι που θα καθιστούσε την κατάσταση αρκετά δύσκολη και δυσκίνητη σε βαθμό ακινησίας. Αυτό όμως είναι κάτι πέρα ως πέρα λάθος. Μία πολιτική ηγεσία δεν είναι μόνο για τα εύκολα αλλά και για τα δύσκολα. Δεν πιστεύουμε όμως ότι αυτός ήταν ο πραγματικός λόγος. Η πραγματικότητα είναι ότι ένα τόσο συντηρητικό Νομοσχέδιο ποτέ δεν θα μπορούσε να επιβιώσει πολιτικά στην πλήρη αντιπαράθεση σε πραγματικό χρόνο. Αυτό όχι διότι είναι ακαταμάχητα τα επιχειρήματα των αντιδρώντων αλλά γιατί το Νομοσχέδιο είναι σε πλήρως συντηρητική κατεύθυνση όπως θα προσπαθήσουμε να δείξουμε και παρακάτω. Η χρονική επιλογή αυτό το νομοσχέδιο να έλθει προς ψήφιση τέλη Αυγούστου δείχνει την πρόθεση της πολιτικής ηγεσίας να θέσει και να σπείρει διχόνοιες με τη διεξαγωγή της εξεταστικής. 


ΙΙΙ. Η μείωση της Εκπροσώπησης των Φοιτητών

Οι αλλαγές που επιβάλλονται στο διοικητικό μοντέλο των Πανεπιστημίων είναι πολλές και πολλές από αυτές εν ονόματι της πάταξης της διαφθοράς. Έτσι οι μείωση της συμμετοχής των φοιτητών στο 6,66% από το 40% που ήταν σήμερα στην διοίκηση του ιδρύματος, η αύξηση του ρόλου των καθηγητών, στην διοίκηση του Ιδρύματος που κατηγορούνται για την μεταξύ τους «συναλλαγή», είναι ένα μέτρο που ένας από τους λόγους για τους οποίους λήφθηκε, κατά την επιχειρηματολογία του Υπουργείου Παιδείας, ήταν η πάταξη αυτής της μεταξύ τους «σχέσης». Ας δούμε όμως πιο ώριμα τα πράγματα. Στο σύστημα «διαπλοκής» το οποίο εξετάζουμε είναι ξεκάθαροι οι κανόνες αυτής της αμφίδρομης σχέσης. Οι καθηγητές «προσφέρουν» και οι εκπρόσωποι των φοιτητών «αποδέχονται» ή στην χειρότερη περίπτωση «ζητούν». Την διαχείριση του Πανεπιστημίου όμως και το πραγματικό «κέρδος» έχουν πάντα αυτοί που είναι στις θέσεις διαχείρισης και διεκδικούν το σύστημα εξουσίας και αυτοί δεν είναι άλλοι από τους καθηγητές. Πως είναι λοιπόν δυνατό το να εξαλείφονται οι εκπρόσωποι των φοιτητών ενώ οι διεκδικητές του συστήματος διαχείρισης να ενισχύονται; Μία εύκολη απάντηση σε αυτό το παράδοξο είναι από πλευράς του Υπουργείου η συμμετοχή των εξωτερικών μελλών. Δεν πρέπει να μας διαφεύγει όμως το γεγονός ότι οι ήδη εκλεγμένοι από πλευράς καθηγητών και ο ένας εκπρόσωπος των φοιτητών είναι αυτοί που διορίζουν τα εξωτερικά μέλη και θέτουν τα δικά τους κριτήρια επιλογής. Ειλικρινά λοιπόν, αν πιστεύει κάποιος ότι οι διορισμένοι από τους εκλεγμένους θα αλλάξουν τους συσχετισμούς τότε πιστεύω ότι τουλάχιστον πλανάται και στην χειρότερη περίπτωση παραλογίζεται. Επίσης πιστεύουμε ότι παραλογίζεται όποιος πιστεύει ότι ο μοναδικός εκπρόσωπος των φοιτητών δεν θα έχει καμία σχέση με κάποιον εκ των καθηγητικών σχηματισμών.Πέραν όμως από τον αυταπόδεικτο συλλογισμό ένα παράδειγμα ενισχυτικό αυτού θα ήταν το Πανεπιστήμιο Αθηνών ή το Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης τα οποία αριθμούν περισσότερους από 100.000 φοιτητές και με τεράστια διασπορά (σε επίπεδο πόλης) μεταξύ των σχολών και των τμημάτων τους. Είναι απλά αδύνατον να κερδίσει «με τον σταυρό στο χέρι» ένας φοιτητής έναν εκλεκτό κάποιου καθηγητικού σχηματισμού, ειδικά αν αυτός συνδυαστεί με κάποιον (ή και κάποιους) πολιτικούς σχηματισμούς των φοιτητών.

Σε αυτό το σημείο θα θέλαμε να κάνουμε μία διευκρίνηση για την αποφυγή παρεξηγήσεων. Οι εκφράσεις «καθηγητές και «εκπρόσωποι των φοιτητών» δεν χρησιμοποιούνται στην ανάλυση για να χαρακτηρίσουν το σύνολο τους ως συμμετέχοντες σε ένα σύστημα συναλλαγής και αδιαφάνειας.

Πέραν όμως από την μείωση της εκπροσώπησης των φοιτητών στο νεοσύστατο Συμβούλιο του Ιδρύματος αλλάζει και ο τρόπος επιλογής του μοναδικού πλέον εκπροσώπου των φοιτητών. Πλέον η εκλογή του θα γίνεται με καθολική ψηφοφορία των φοιτητών, από ενιαία λίστα και με ηλεκτρονική ψηφοφορία. Δεν ξέρω κατά πόσον είναι διαβλητό ή όχι το σύστημα αυτό. Ξέρουμε όμως με βεβαιότητα ότι η ενιαία λίστα ποτέ της δεν προσέφερε κάτι το πολιτικό. Χρειάζεται η εκπροσώπηση των φοιτητών να γίνεται με πολιτικούς όρους και μέσα από την ανάπτυξη συλλογικοτήτων εντός του Πανεπιστημίου με την ευρεία έννοια και αυτό διότι τα προβλήματα και οι αποφάσεις δεν είναι ούτε απολίτικες ούτε και είναι ανεξάρτητες από το διαμορφούμενο πολιτικό περιβάλλον. Αυτή τη στιγμή επιχειρείται η απαλοιφή των πολιτικών όρων και η τεχνοκρατική αντίληψη περί συμμετοχής απλά ενός ανθρώπου που ζει κάποια πράγματα σαν φοιτητής που είναι και αυτός, να μην λένε από την άλλη και οι φοιτητές ότι δεν υπάρχει και ένας άνθρωπος που να τους καταλαβαίνει. Επειδή και πάλι τίθεται το ζήτημα των συνθηκών διαφάνειας στο οποίο λειτουργούν οι φοιτητικές παρατάξεις και ο ρόλος που αναπτύσσουν εντός των ιδρυμάτων, το ζήτημα πρέπει να τεθεί από την αρχή στο τραπέζι αλλά όχι για την κατάργηση τους ή την σταδιακή εξοστράκιση τους από το τα ανώτατα εκπαιδευτικά Ιδρύματα. Πρέπει να τεθεί με τους όρους του σαφούς προσδιορισμού των όρων συμμετοχής τους και με την ανάληψη προληπτικών μέτρων έτσι ώστε ούτε να μπορούν να εισέλθουν σε μία διαδικασία συναλλαγής. Πάνω σε αυτό το πλαίσιο αποτελεί μία πολύ ισχυρή πρόταση η εφαρμογή της επικάλυψης των γραπτών στα πρότυπα των Πανελληνίων εξετάσεων έτσι ώστε να μην ξέρουν οι καθηγητές ποιων τα γραπτά διορθώνουν, η θεσμοθέτηση των φοιτητικών και σπουδαστικών συλλόγων και των Πανελλαδικών συντονιστικών οργάνων τους (ΕΦΕΕ και ΕΣΕΕ) όπως επίσης και η σταθερή διεξαγωγή των φοιτητικών εκλογών με περιοδικότητα τα 2 έτη και όχι το 1 που είναι σήμερα, με την παρουσία δικαστικού αντιπροσώπου.

Αυτό που επιχειρείται αυτή τη στιγμή να εφαρμοστεί από το Υπουργείο Παιδείας είναι σαν να αποφασίζαμε σαν κοινωνία ότι μία μέρα θα καταργούσαμε τους πολιτικούς και τους σχηματισμούς από τους οποίους προέρχονται, τα κόμματα, με το αιτιολογικό ότι πάμε να πετύχουμε καίριο πλήγμα κατά της διαφθοράς και της συναλλαγής τους με το ιδιωτικό κεφάλαιο που επί της ουσίας είναι η γενεσιουργός αιτία του προβλήματος. Επειδή όμως τα πράγματα δεν πρέπει να μας μοιάζουν ούτε τόσο ανόμοια μεταξύ τους ούτε και πρέπει η κρίση μας να είναι με άλλα μέτρα και με άλλα σταθμά αυτό που όλοι μας πρέπει να απαιτήσουμε είναι η ανάπτυξη του θεσμικού ελέγχου.


IV. Ο Κοινωνικός Ρόλος των Ιδρυμάτων - Το νέο Πτυχίο - Το ζήτημα της Χρηματοδότησης

Αυτή η ενότητα είναι μεγάλη κάτι που φαίνεται και από τον τίτλο της. Η ανάλυση όμως του ενός εκ των ζητημάτων είναι σε άμεση εξάρτηση με το άλλο. Ούτως ή άλλως ο διαχωρισμός των ενοτήτων σε μία πολιτική ανάλυση του Νομοσχεδίου είναι εξ' αρχής δύσκολη αφού όλα είναι συνεκτικά μεταξύ τους ωστόσο είναι χρήσιμη για την κατά το δυνατόν μεγαλύτερη κατανόηση του σκεπτικού και της επιχειρηματολογίας από τον αναγνώστη.

Τις περισσότερες φορές η κριτική για το ζήτημα της χρηματοδότησης των Ανώτατων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων αναλώνεται γύρω από διάφορα, απο-ιδεολογιμένα πλέον, τσιτάτα και αντίστοιχη συνθηματολογία. Επειδή όμως η συνθηματολογία είναι ακόμα και αυτή μία πολύ σοβαρή υπόθεση, θα πρέπει πρώτα να αναλυθεί σοβαρά το ποιος θέλουμε και το ποιος πρέπει να είναι ο ρόλος των Ανώτατων Ιδρυμάτων στην ελληνική κοινωνία. Τα Πανεπιστήμια και τα ΤΕΙ είναι ο πυλώνας μετάδοσης της κεκτημένης επιστημονικής γνώσης, ο πυλώνας παραγωγής νέα και της εφαρμογής της για την ανάπτυξη του κοινωνικού συνόλου. Το κοινωνικό σύνολο αναπτύσσεται αφενός μέσω της εφαρμογής της γνώσης στην οικονομική- παραγωγική διαδικασία αλλά και μέσω της ανάπτυξης της προσωπικότητας η οποία προέρχεται από την κοινωνική δράση και την συμμετοχή των ολοκληρωμένων επιστημόνων. Το δεύτερο είναι ίσως το πλέον ποιοτικό χαρακτηριστικό που προσφέρει η ανώτατη εκπαίδευση, αν και δύσκολα μετρήσιμο. Αν αυτό χαθεί τότε ίσως να έχουμε πετύχει να αυξήσουμε μακροπρόθεσμα τους οικονομικούς μας δείκτες, αυτοί όμως σε καμία περίπτωση δεν θα είναι προς όφελος του λαού και σε καμία περίπτωση η παραγόμενη γνώση δεν θα είναι επιστημονική αλλά επιλεκτικά εφαρμόσιμη. Αυτό φυσικά δεν σημαίνει ότι η γνώση είναι ένα «προϊόν» απρόσιτο για την παραγωγική διαδικασία. Η σύνδεση όμως αυτών των δύο πραγμάτων γίνεται μέσω της κατάρτισης των αποφοίτων της ακαδημαϊκής διαδικασίας στα πλαίσια των παραγωγικών αναγκών. Εδώ όμως πρέπει να γίνει σαφές ότι οι παραγωγικές ανάγκες διαφοροποιούνται ανάλογα με το παραγωγικό μοντέλο που ακολουθείτε. Έτσι, το δημόσιο παραγωγικό μοντέλο έχει τελείως διαφορετικές ανάγκες από το ιδιωτικό - κερδοσκοπικό. Τον ρόλο του ρυθμιστή των διαμορφούμενων ισορροπιών μεταξύ αυτών των δύο δεν τον έχει άλλος από το κράτος και κατά τις επιλογές του και τις ακολουθούμενες πολιτικές που από αυτό ασκούνται αυτές καθορίζονται. Με την διάθεσή της η Κυβέρνηση να καθορήσει πλέον τα πτυχία ως ένα άθροισμα ακαδημαϊκών μονάδων κατ' επιλογήν μαθημάτων δείχνει ότι έχει την πρόθεση να συνδέσει το Πτυχίο σχεδόν κατά αποκλειστικότητα με τις παραγωγικές ανάγκες ενός πλήρους ιδιωτικοοικονομικού συστήματος. Η εξειδίκευση και η κατάρτιση λοιπόν φεύγουν από το επίπεδο των μεταπτυχιακών σπουδών, υπεισέρχονται στις προπτυχιακές σπουδές κάτι το ιδιαίτερα βολικό για αυτό το οικονομικό σύστημα με ό,τι αυτό συνεπάγεται στο μέλλον για το επίπεδο των αμοιβών και τις εργασιακές σχέσεις. Το ενιαίο Πτυχίο λοιπόν των σημερινών, κακών σε πολλούς τομείς, Ιδρυμάτων καταργείται στην πράξη και πλέον δεν μιλάμε για Δημόσια Παιδεία αλλά για Δημόσια Κατάρτιση.

Περνώντας λοιπόν στο ζήτημα της χρηματοδότησης και σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, η χρηματοδότηση των Δημοσίων Ανώτατων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων καθορίζεται κατά απόλυτη αντιστοιχία από τις πολιτικές που καθορίζουν την σχέση μεταξύ των παραγωγικών δυνάμεων. Ένα Πανεπιστήμιο που φιλοδοξεί να έχει τον ρόλο του ισχυρού αναπτυξιακού μοχλού σε κοινωνικό επίπεδο είναι αναπόσπαστο ενός κεντρικού σχεδιασμού που περιλαμβάνει τόσο την παιδεία όσο όμως και την παροχή των Δημοσίων Αγαθών και Υπηρεσιών. Η χρηματοδότηση αυτού του Πανεπιστημίου δεν μπορεί να είναι άλλη από την Δημόσια Χρηματοδότηση, με σεβασμό φυσικά στα χρήματα και τον μόχθο του Λαού. Για αυτό τον λόγο ο φορολογούμενος Έλληνας (με την ευρεία έννοια) πρέπει να έχει ακριβή γνώση των χρημάτων που δαπανά γι αυτό και της ανταπόδοσης που λαμβάνει από αυτό, φια αυτόν, για τα παιδιά του και τα εγγόνια του. Για να μπορεί να συμβεί αυτό απαραίτητη προϋπόθεση δεν είναι μόνο η πλήρης διατήρηση του Δημόσιου χαρακτήρα των Ανώτατων Ιδρυμάτων αλλά και η άλλα στοιχεία όπως η πλήρης ενοποίηση του επιστημονικού κλάδου με τον τεχνολογικό, η εκπόνηση ενός νέου χωροταξικού σχεδιασμού και κατόπιν όλων αυτών και τον καθορισμό των αναγκών του νέου χάρτη στην ανώτατη εκπαίδευση, ο καθορισμός των λειτουργικών κανόνων και της χρηματοδότησής του. Το Υπουργείο Παιδείας όμως σκέφτεται αυτή την εξελικτική πορεία από την ανάποδη. Αυτό δεν είναι ούτε τυχαίο αλλά δεν είναι και προϊόν κακής πολιτικής σκέψης. Είναι προϊόν σαφής πολιτικής χάραξης για την αποκλειστική σύνδεση των Ιδρυμάτων με τις ιδιωτικές παραγωγικές δυνάμεις η οποία και θα είναι αυτή που θα καθορίσει την εξέλιξη τους για αυτό τον λόγο δεν χωρά και κανένας μακροπρόθεσμος κεντρικός σχεδιασμός. Για αυτό το λόγο με την εισαγωγή του Νομικού Προσώπου Ιδιωτικού Δικαίου (ΝΠΙΔ) το Πανεπιστήμιο εμπορευματοποιεί πλέον την γνώση που παράγει λειτουργώντας ως ανάδοχος εργολαβιών και ως «πλασιέ» γνώσης αφού μέσω αυτού θα δίδεται η δυνατότητα περιφερειακές ακαδημαϊκές δραστηριότητες όπως σεμινάρια και επιμορφωτικές διαλέξεις να λειτουργούν ως ευκαιρία απόκτησης αναγνωρισμένης πιστοποίησης γνώσης. Ό,τι δεν μπόρεσε λοιπόν να εφαρμοστεί στην πράξη το 2007 με την προσπάθεια της αναθεώρησης του άρθρου 16 θα γίνεται σήμερα με τεχνητό τρόπο με το Δημόσιο Πανεπιστήμιο να λειτουργεί ως παρένθετος καταλύτης εφαρμογής μέτρων που δεν θα έδινε την δυνατότητα το σύνταγμα να εφαρμοστούν με άλλο τρόπο. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι δεν υπάρχει καμία δέσμευση για το ύψος των χρηματοδοτήσεων από πλευράς του κράτος στα Ιδρύματα. Είναι λογικό να υποθέσουμε ότι αυτή θα καθορίζεται και θα αναπροσδιορίζεται κάθε φορά από την «συμβολή» του ιδιωτικού τομέα και την παράλληλη εκμετάλλευση της παραγόμενης γνώσης. Αν όμως δεν θέλουμε να εθελοτυφλούμε αυτό είναι κάτι που προοδευτικά θα καταργήσει τον Δημόσιο χαρακτήρα ο οποίος επίσης προοδευτικά θα υποκατασταθεί από τον ιδιωτικό με όλες τις συνέπειες που θα αναλύθηκαν και παραπάνω.

Το νομοσχέδιο και η πολιτική ηγεσία του αρμοδίου Υπουργείου μπορεί να μην εξασφαλίζουν το ύψος και την κάλυψη των αναγκών από την κρατική χρηματοδότηση, καθορίζουν όμως τον τρόπο με τον οποίο αυτή θα δίδεται. Συγκεκριμένα, τα ιδρύματα θα χρηματοδοτούνται με βάση ένα μεικτό αλλά απλό σύστημα. Τα Ιδρύματα θα λαμβάνουν μία πάγια χρηματοδότηση η οποία θα εξαρτάται αποκλειστικά από τον αριθμό των φοιτητών που θα διαθέτουν και κατά έναν δεύτερο παράγοντα με βάση την κατάταξη τους στην Αξιολόγηση. Η Αξιολόγηση θα γίνεται από μία νέα ανεξάρτητη αρχή.

Ας δεχτούμε ακόμα και αξιωματικά ότι η νέα ανεξάρτητη αρχή κατατάσσει τα Ιδρύματα πραγματικά αξιόπιστα και ότι θα είναι αλάνθαστη στην κρίση της. Το πρώτο ερώτημα που πρέπει να μας γεννηθεί είναι το ποια είναι τα κριτήρια που θα θέτει, κάτι το οποίο ποτέ δεν εξειδικεύτηκε και ποτέ δεν συζητήθηκε πραγματικά. Ανάλογα με το ποια θα είναι αυτά α εξαρτηθεί και η πολιτική που θα πρέπει να χαράξει το Ίδρυμα για την επιβίωσή του. Αναμφίβολα δεν γίνεται να μην υπάρχει καμία Αξιολόγηση. Είναι όμως τουλάχιστον ύποπτο το ότι κανένας δεν ξέρει τι θα κρίνει αυτή. Ακόμα και αν όμως τα κριτήρια είναι καθαρά Ακαδημαϊκά και δεν υπάρχει κανένας παράγοντας διοικητικής ή οικονομικής αξιολόγησης πρέπει να σκεφτούμε την διαφορά την οποία θα έχουν τα πολύ πιο συγκεντρωτικά και παράλληλα πολύ μεγαλύτερα Ιδρύματα της χώρας με όλα τα περιφερειακά και με μεγαλύτερη γεωγραφική διασπορά Ιδρύματα. Ακόμα και αν αυτά μπορέσουν να ανταγωνιστούν στην κούρσα της Αξιολόγησης τα κεντρικά, κάτι που είναι εκ των πραγμάτων πάρα πολύ δύσκολο, οι ιδιαιτερότητες που τα χαρακτηρίζουν θα τα κάνουν να είναι και πάλι σε μειονεκτική θέση. Συνεχίζοντας την ανάλυση της υπόθεσης περί πλήρους ορθής Αξιολόγησης και με κρίση μόνο επί των Ακαδημαϊκών ζητημάτων είναι σαφές ότι η έρευνα είναι Ακαδημαϊκό ζήτημα. Προφανώς ένας καθηγητής παράγει έρευνα ακόμα και αν λειτουργεί εντός του Ιδρύματος για λογαριασμό μίας εταιρίας που μπορεί να θέλει να την αγοράσει ή να την εκμεταλλευτεί. Σε αυτή την περίπτωση είναι προφανές ότι ένα Ίδρυμα που θα κάνει αυτό σε σχέση με κάποιο που δεν θα το κάνει θα έχει τα εξής δύο μειονεκτήματα: Αφενός δεν θα έχει λαμβάνειν από ιδιωτικούς πόρους αφετέρου όμως δεν θα έχει λαμβάνειν και από τον κρατικό κορβανά αφού δεν θα «παράγει» έρευνα. Με λιγότερα λεφτά όμως είτε θα αναγκαστεί βίαια να το κάνει και αυτό είτε δεν θα μπορεί να καλύψει τις ανάγκες του. Την προέκταση αυτών των συνεπειών θα πρέπει να την αναλογιστούμε και στο επίπεδο των ηθικών διλλημάτων που τίθενται σε όσους καθηγητές, φοιτητές, μεταπτυχιακούς τμήματα ή και Διοικήσεις Ιδρυμάτων που μπορεί να μην δέχονται αυτόν τον τρόπο και που μπορεί να μην θέλουν να τον ακολουθήσουν. Στην πραγματικότητα λέμε σε αυτούς του ανθρώπους ό,τι και αν εκφράζουν ή εκπροσωπούν, ότι ή ακολουθούν την εμπορευματοποίηση της γνώσης και παραβαίνουν την συνείδηση και τα πιστεύω τους είτε (αν δεν το κάνουν) θα φέρουν την ευθύνη για τις συνέπειες της άρνησής τους απέναντι στο σύνολο του Ιδρύματος ό,τι αυτό συμπεριλαμβάνει ως δομή αλλά και ως έννοια. Συνεχίζοντας την ανάλυση στην υπόθεση περί πλήρως ορθής και επί των ακαδημαϊκών ζητημάτων αξιολόγησης ως κερασάκι στην τούρτα έρχεται το ζήτημα της τριετούς φοίτησης. Τα επαρχιακά Ιδρύματα που θα έχουν έρθει σε μειονεκτικότερη θέση έναντι αυτών της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης θα αρχίσουν να πιέζουν και ως προς την κατεύθυνση της μείωσης των χρόνων σπουδών, αφού και ο Νόμος θα το επιτρέπει, προκειμένου φυσικά να μπορούν να μειώσουν δραστικά και τις δαπάνες και με αυτόν τον τρόπο να καταφέρουν να επιβιώσουν. Όταν έστω και σε ένα σύνολο ομοειδών τμημάτων συμφωνηθεί η παροχή τριετούς κύκλου «σπουδών», το ζήτημα θα έχει κριθεί και για όλα τα τμήματα όλων των ιδρυμάτων. Η διαφορά σχέσης δαπάνης και απόδοσης θα οδηγεί ένα - ένα τα τμήματα σε βάθος χρόνο στην ολιγόστευση του κύκλου σπουδών. Παράλληλα ισχυρό ρόλο θα παίξουν και οι προτιμήσεις των υποψηφίων φοιτητών αφού ένας μικρότερος κύκλος σπουδών πάει να πει λιγότερα έξοδα και για αυτούς και τις οικογένειές τους. Και να σκεφτεί κανένας ότι στην όλη υπόθεση έχει παραβλεφθεί πέραν του ενδεχόμενου της λάθους κρίσης ή των κριτηρίων ένας πολύ σημαντικός παράγοντας. Αυτός είναι της κανονικοποίησης ή μη του συστήματος Αξιολόγησης. Είναι εύκολο να γίνει κατανοητό αυτό με ένα παράδειγμα. Έστω ότι σε ένα σύστημα μονάδων (μόνο με ένα τέτοιο θα μπορούν να τεθούν σε κατάταξη) το Ίδρυμα Α. έχει λάβει συνολικά 240 και παρέχει κύκλους σπουδών κατά κύριο λόγο 3 ετών, ενώ το Ίδρυμα Β. έχει λάβει 300 και παρέχει τετραετή φοίτηση. Κανονικοποιημένη θα είναι η Αξιολόγηση αν αυτή αναχθεί ανά παρεχόμενο έτος κύκλου σπουδών. Αν κάνουμε λοιπόν τις απλές αυτές διαιρέσεις 240/3 και 300/4 θα δούμε τότε ότι το Α. θα έχει αξιολόγηση 80 μονάδων/έτος ενώ το Β. θα έχει αξιολόγηση 75 μονάδων/έτος. Αν δε η κανονικοποίηση περιλαμβάνει και τον αριθμό των Τμημάτων ή και των Σχολών τότε είναι εξαιρετικά σαφές ότι θα διατηρείτε Ακαδημαϊκά ενεργό και με μειωμένο χρόνο στην διάθεσή του μόνον ότι βοηθά στην αύξηση του τελικού πηλίκου. Μένει να σκεφτεί κανείς ότι όλα αυτά προκύπτουν μόνον και μόνο αν σκεφτούμε με παραγωγικό τρόπο σκέψης τις επιπτώσεις ενός πλήρως σωστού στην κρίση και στοχευμένου στα Ακαδημαϊκά χαρακτηριστικά συστήματος. Αν δεν πληρεί δε την δεύτερη προϋπόθεση (την πρώτη δεν θα την πληρεί έτσι και αλλιώς), τότε δεν θα μιλάμε για ένα σύστημα αξιολόγησης αλλά για ένα σύστημα κατεύθυνσης του ιδρύματος σε συγκεκριμένο μονοπάτι με τον «εύκολο» ή με τον «δύσκολο» τρόπο.

Κατόπιν τούτου δεν χωρά αμφιβολία το ότι το ζήτημα της Αξιολόγησης πρέπει να τεθεί ξανά και στην σωστή του βάση. Ακόμα και αν παραγνωρίσουμε το γεγονός λοιπόν ότι είναι αδύνατη η αλάνθαστη αντιστοίχηση των Ακαδημαϊκών χαρακτηριστικών με ένα σύστημα μονάδων (χωρίς αυτό να σημαίνει κατά ανάγκη ότι αυτό δεν πρέπει να υπάρχει καθόλου), η σύνδεσή του με την χρηματοδότηση των Ιδρυμάτων οδηγεί σε αδιέξοδες λογικές και δηλληματικού τύπου καταστάσεις περί εμπορευματοποίησης ή μη της γνώσης και αντίστοιχα περί επιβίωσης ή ψυχρού θανάτου για το Ίδρυμα, την Σχολή ή το Τμήμα. Η έννοια της Αξιολόγησης πρέπει να είναι μόνον ποιοτική ενώ παράλληλα πλήρως αποκομμένη από την λειτουργική επιβίωση των Ιδρυμάτων. Δεν μπορεί η Αξιολόγηση να τίθεται ούτε ως χρηματοοικονομικό σύστημα ούτε ως ένα σύστημα επιβολής κυρώσεων στα Ιδρύματα που δεν υπηρετούν την λογική του περάσματος από την παιδεία στην κατάρτιση και της εμπορικής αξιοποίησης της γνώσης από τα ίδια.


V. Το Άσυλο

Είναι δύσκολο στην πολιτική ανάλυση του ζητήματος του Ασύλου, για όποιον την επιχειρεί, να βρεθεί κάποιο σημείο αφετηρίας. Θα καταστεί πιο εύκολη η κατανόησή του ζητήματος αν γίνει πρώτα μία σύντομη ανασκόπηση του Ασύλου ως θεσμού και την παράλληλη κατάρριψη κάποιων μύθων που το συνοδεύουν.

Το Άσυλο είναι ένας θεσμός που ίσχυε εθιμικά πολύ πριν γίνει Νόμος του κράτους από το ΠΑΣΟΚ το 1982, μάλιστα πολύ πριν από την περίοδο της χούντας. Το Άσυλο δημιουργήθηκε κατόπιν επιβολής του από την ίδια την κοινωνία αφού υπήρχε απ' ανέκαθεν η ανάγκη για έναν χώρο ελεύθερης έκφρασης, μακριά από την επιβολή των «νόμων» του παρακράτους. Ένας μύθος που το συνοδεύει είναι ότι υπάρχει ως θεσμός μόνο στην Ελλάδα. Σε πολλές χώρες της Ευρωπαϊκής Ηπείρου υπάρχει η αναγνώριση του εθιμικού δικαίου υπό το οποίο καλύπτεται και ο θεσμός του Ασύλου. Κλασικό παράδειγμα αποτελεί η Βρετανία όπου το Άσυλο δεν είναι νόμος του κράτους αλλά ανήκει στην σφαίρα του Εθιμικού Δικαίου το οποίο είναι πιο ισχυρό από το γραπτό. Ένας ακόμα μύθος που συνοδεύει τον θεσμό του Ασύλου είναι ότι είναι αδύνατη η επέμβαση δημόσιας δύναμης. Η επέμβαση Δημόσιας δύναμης είναι δυνατή άμεσα όταν διαπιστώνονται αυτόφωρα κακουργήματα ή εγκλήματα κατά της ζωής ενώ μόνο για τα μη διαπιστωμένα ή άλλου τύπου παραβάσεις απαιτείται η συγκατάβαση της Συγκλήτου. Σίγουρα όλοι έχουμε στεναχωρηθεί με τη κατάχρηση του Ασύλου όταν κάποιοι ξεπερνούν τα όρια και το χρησιμοποιούν ως ορμητήριο για τα επιθετικά τους σχέδια. Όταν όμως κάποιοι ισχυρίζονται, ψευδώς, ότι οι χώροι των πανεπιστημίων αποτελούν τεράστια κέντρα διακίνησης ναρκωτικών, με στόχο να αρθεί το άσυλο, διαπράττουν ένα τεράστιο ολίσθημα. Χρησιμοποιείται ένα υπαρκτό κοινωνικό πρόβλημα, αποδίδοντας του διαστάσεις και χαρακτηριστικά που δεν έχει, για να επιτευχθεί, μέσα σε κατασκευασμένες συνθήκες, ανασφάλειας και πανικού, συρρίκνωση κεκτημένων δημοκρατικών δικαιωμάτων. 
Το ζήτημα για μας είναι πολύ απλό.
Δεν υπάρχει η πολιτική βούληση να εφαρμοστεί ο Νόμος. Λύση λοιπόν στο θέμα του Ασύλου δεν είναι η κατάργηση του αλλά η εφαρμογή του Νόμου. 

Το Άσυλο ως θεσμός δημιουργήθηκε από την ανάγκη ύπαρξης προστασίας ενός χώρου από τους παρακρατικούς μηχανισμούς και από την εμπεδωμένη σε μεγάλο βαθμό συντηρητική (τουλάχιστον) νοοτροπία στα σώματα ασφαλείας και στον τρόπο διοίκησής τους. Θα μπορούσε ίσως να γίνει αποδεκτή η κατάργηση του μόνον όταν θα υπήρχε πραγματική εξάλειψη των παρακρατικών φαινομένων. Το πιο ώριμο επιχείρημα που έχει ακουστεί από πλευράς των επικριτών του ασύλου είναι αυτό του Λεωνίδα Κύρκου ο οποίος είχε υποστηρίξει ότι το Άσυλο είχε νόημα ύπαρξης σε ένα Κράτος στο οποίο η Δημοκρατία δεν έχει εμπεδωθεί. Υποστήριζε επίσης ότι πλέον στην Ελλάδα η Δημοκρατία είναι πλέον σε ώριμο επίπεδο άρα δεν υπάρχει λόγος να υπάρχει για να υποθάλπει όσους δεν την σέβονται. Πάνω στη βάση του συλλογισμού, του μεγάλου αυτού πολιτικού, που πρόσφατα απεβίωσε και στην θεμιτή πολιτική κριτική της, βρίσκεται και ο λόγος ύπαρξης του Ασύλου. Στην Ελλάδα το Άσυλο πρέπει να υπάρχει ακριβώς επειδή η Δημοκρατία δεν έχει εμπεδωθεί και ιδιαίτερα σε μία εποχή κατά την οποία η έννοιά της αντιστοιχίζεται ολοένα και λιγότερο με το πολιτικό προσωπικό της χώρας. Σε αυτές τις συνθήκες όμως και υπό τις γενικές παραδοχές ότι ούτε η Δημοκρατία είναι κάτι το πλήρως εμπεδωμένο αλλά ούτε και έχουν εξαλειφτεί οι παρακρατικοί και με φασιστικές αντιλήψεις μηχανισμοί η ύπαρξη του ασύλου είναι κάτι περισσότερο από απαραίτητη. Η ύπαρξή του όμως παράλληλα φέρνει προ των ευθυνών της το σύνολο της Ακαδημαϊκής κοινότητας και του Λαού για να το προστατεύσει από εγκληματικές ενέργειες εντός του και κυρίως για να απομονώσει και να αποβάλει όσους με την στάση τους ή την συμπεριφορά τους σταθερά το προβοκάρουν.



Επίλογος

Με την παράθεση σε αυτό το κείμενο μίας ολόκληρης συλλογιστικής γύρω από τον Νόμο και κάνοντας σαφείς τους λόγους της συνολικής απόρριψης του, θεωρούμε ότι οι αγώνες του φοιτητικού κινήματος πρέπει να ενταθούν και αυτό να ανασυνταχθεί και να αντιπαραταχθεί με την πολιτική ηγεσία με ενότητα και συνείδηση του ρόλου του και της ιστορικότητας που έχει αυτός ο αγώνας. Αν σήμερα δεν συμβάλουμε και εμείς στην διατήρηση της ανώτατης δημόσιας και δωρεάν παιδείας τότε θα είμαστε απλοί θεατές που θα τους έχουν ξεπεράσει οι συνθήκες των καιρών. Η ιστορία και οι παρακαταθήκες του Φοιτητικού Κινήματος επιβάλλουν να έχουμε την συνείδηση για την στήριξη της συνέχισης των κινητοποιήσεων. Ελπίδα μας είναι όλοι να σταθούμε στο ύψος των περιστάσεων ώστε να μπορούμε μετά από χρόνια να είμαστε υπερήφανοι για τις επιλογές μας και με καθαρή την συνείδησή μας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου